- παθιάρης
- ο1. ο ευαίσθητος και επιρρεπής στις αρρώστιες, αρρωστιάρης2. παθιάρικος, γεμάτος πάθος και συγκίνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κλαψ-ιάρης)];
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
παθιάρικος — η, ο [παθιάρης] ο χαρακτηριστικός τού πάθους, ο γεμάτος πάθος και συγκίνηση ή αυτός που εκφράζει πάθος («παθιάρικη φωνή»). επίρρ... παθιάρικα με παθιάρικο τρόπο … Dictionary of Greek
παθιακός — η, ό [πάθος] παθιάρης … Dictionary of Greek